καταστοιχειοῦμαι

καταστοιχειοῦμαι
καταστοιχειόομαι
to be reduced to its elements
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταστοιχειούμαι — καταστοιχειοῡμαι, όομαι (Α) ανάγομαι στα στοιχεία μου, είμαι στοιχειώδης («τύπος κατεστοιχειωμένος» στοιχειώδες διάγραμμα, σχέδιο που έχει αναχθεί στα στοιχεία του, Επίκ. στον Διογ. Λαέρτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”